παντρολόγημα

παντρολόγημα
το
συνηθ. πληθ. παντρολογήματα οι διαπραγματεύσεις για γάμο, τα προξενιά: Το κορίτσι μεγάλωσε κι όπου να 'ναι θ' αρχίσουν τα παντρολογήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντρολόγημα — το [παντρολογώ] (ιδίως στον πληθ.) τα παντρολογήματα οι συζητήσεις για σύναψη γάμου, τα προξενέματα …   Dictionary of Greek

  • πανδρολόγημα — το βλ. παντρολόγημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”