- παντρολόγημα
- τοσυνηθ. πληθ. παντρολογήματα οι διαπραγματεύσεις για γάμο, τα προξενιά: Το κορίτσι μεγάλωσε κι όπου να 'ναι θ' αρχίσουν τα παντρολογήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.